-
1 ἀμεταμέλητος
ἀμετα-μέλητος, ον,A not to be repented of or regretted, ;τὸ πεπραγμένον αὐτοῖς ἀ. γίγνεται Id.Lg. 866e
; ἀμεταμέλητον ἐστί τί τινι one has nothing to repent of, Plb.21.11.11.2 having no opportunity of repentance, Just.Nov.129.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμεταμέλητος
См. также в других словарях:
αμεταμέλητος — η, ο (Α ἀμεταμέλητος, ον) [μεταμέλομαι] (για πρόσωπα) αυτός που δεν μεταμελείται για την πράξη του, ο αμετανόητος αρχ. 1. (για πράξεις) αυτός, για τον οποίο δεν μετανιώνει κανείς 2. φρ. «ἀμεταμέλητόν ἐστι τί τινι», δεν έχει κανείς κάτι για το… … Dictionary of Greek